διαπλαστικός

διαπλαστικός
δια-πλαστικός, ή, όν,
A formative,

δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47

, Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση …   Dictionary of Greek

  • διαπλαστικαῖς — διαπλαστικός formative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστικοί — διαπλαστικός formative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστικοῦ — διαπλαστικός formative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστικῆς — διαπλαστικός formative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστικῇ — διαπλαστικός formative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστική — διαπλαστικός formative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλαστικήν — διαπλαστικός formative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”